Αγωνιστικός και προπονητικός σχεδιασμός για υγιή ανάπτυξη του αθλήματος

Αγωνιστικός και προπονητικός σχεδιασμός για υγιή ανάπτυξη του αθλήματος

Το παρόν άρθρο αποτελεί το 2ο από τα 3 μέρη της τεκμηριωμένης απάντησης των μελών Δ.Ε.Π. των Σ.Ε.Φ.Α.Α. (Ε.Κ.Π.Α., Α.Π.Θ. και Δ.Π.Θ.) με γνωστικό αντικείμενο συναφές με την Προπονητική της Πετοσφαίρισης στην από 22-12-2022 επιστολή του ΠΑ.Σ.Α.Π. με θέμα «Γνωμοδότηση για τον αριθμό αλλοδαπών αθλητών στη Volleyleague ανδρών».

Η σημασία του αγωνιστικού και προπονητικού σχεδιασμού για την υγιή ανάπτυξη του αθλήματος

Σκέψεις και προβληματισμοί

Στο παγκόσμιο αθλητικό στερέωμα μεταξύ όσων δραστηριοποιούνται ως αθλητές ελάχιστοι είναι αυτοί που διακρίνονται μετέχοντας σε επίπεδο κορυφής. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με την ανάδειξη της σημασίας των αθλητικών διοργανώσεων και της επιτυχίας σε αυτές τόσο σε πολιτικό και κοινωνικό όσο και σε οικονομικό επίπεδο ώθησε κυβερνήσεις, ομοσπονδίες ή/και συλλόγους στην αναζήτηση επιστημονικά σχεδιασμένων μακροχρόνιων προγραμμάτων ανάπτυξης της αθλητικής απόδοσης.

Το πρώτο δείγμα γραφής δόθηκε από τη Σοβιετική Ένωση η οποία υιοθετώντας τη συστηματική συνεργασία εξειδικευμένων αθλητικών επιστημόνων κατάφερε με την καθοδήγηση καταρτισμένων προπονητών να αναβαθμίσει την αθλητική απόδοση. Το εν λόγω πρότυπο ακολούθησαν και άλλοι αντιλαμβανόμενοι όμως σύντομα ότι το σημείο κλειδί του Σοβιετικού μοντέλου ήταν «ο απόλυτος έλεγχος στη ζωή των αθλητών».

Η δυτική κουλτούρα σε συνδυασμό με τις μετέπειτα πολιτικές και κοινωνικο-οικονομικές αλλαγές λειτούργησαν σε βάρος της υπόληψης του συγκεκριμένου προτύπου και σε μεγάλο βαθμό στην περιθωριοποίησή του. Ωστόσο, οι έως τότε καρποί της στοχευμένης συνεργασίας των αθλητικών επιστημόνων συνετέλεσαν στην εδραίωση της άποψης ότι η αριστεία δεν κληρονομείται αλλά επιτυγχάνεται μέσα από στοχευμένη δουλειά και αποτελεσματική καθοδήγηση (Ericsson et al., 2007).

Απαραίτητη προϋπόθεση για αυτό αποτελεί η κατάλληλη διαδικασία επιλογής ταλέντων, η εξασφάλιση των βέλτιστων συνθηκών προπόνησης και η συμμετοχή σε αγώνες με τουλάχιστον ισάξιους συμπαίκτες και αντιπάλους (Gonçalves et al., 2012). Βέβαια, σχετικές μελέτες έχουν δείξει ότι η ασφαλής επιλογή της βέλτιστης διαδρομής προς την αριστεία δεν άπτεται μόνον της ποσότητας των προπονητικών ερεθισμάτων που παρέχονται στους αθλητές αλλά και του πότε και πως αυτά κατανέμονται εντός του πλαισίου της αναπτυξιακής τους πορείας (Moesch et al., 2011). Γι’ αυτό εξάλλου η άποψη ότι «η τέλεια προπόνηση συνεπάγεται το τέλειο αποτέλεσμα» (Janelle & Hillman, 2003, p. 28) διατυπώνεται πλέον ως «το τέλειο αποτέλεσμα μπορεί να επιτευχθεί μέσω της τέλειας προπόνησης εφόσον πραγματοποιείται την κατάλληλη περίοδο».

Βασική προϋπόθεση βέβαια για την εξασφάλιση του «τέλειου» αποτελέσματος, πέραν της στοχευμένης εξάσκησης σε περιβάλλον ομάδας, είναι η επιπλέον ατομική εξάσκηση υπό την καθοδήγηση κατάλληλων προπονητών (Ericsson et al., 2007).

Είναι τεκμηριωμένο ότι οι «κορυφαίοι» διαφέρουν από τους «καλούς» στον αριθμό των ωρών που αφιερώνουν στη στοχευμένη ατομική εξάσκηση σε συνθήκες απόλυτης συγκέντρωσης (Ericsson, 1996). Επιπλέον αυτού πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι η επίτευξη του τέλειου αποτελέσματος φαίνεται να μην είναι μια απολύτως γραμμική διαδικασία για όλους τους ταλαντούχους αθλητές.

Στους Ο.Α. της Αθήνας (2004) από το σύνολο των αθλητών που μετείχαν μόνον το 44% μετείχε σε διεθνή διοργάνωση με τις αναπτυξιακές εθνικές ομάδες της χώρας του. Η μεγάλη πλειοψηφία (56%) συμμετείχε για πρώτη φορά σε ηλικία 22 ± 3,1 έτη (Gullich, 2007).

Αυτό ενισχύει την άποψη του Bloom (1985) ότι η εξέλιξη των αθλητών έως το κορυφαίο επίπεδο δεν προϋποθέτει κορυφαία απόδοση στις αναπτυξιακές ηλικίες (νέοι-νεάνιδες). Από τα προαναφερόμενα συμπεραίνει κανείς ότι για την εξασφάλιση έμψυχου δυναμικού αντάξιου με τις προσδοκίες όλων (πολιτείας, παραγόντων, φιλάθλων και αθλητών) είναι απολύτως απαραίτητα,

  • Η κατάλληλη επιλογή ταλαντούχων αθλητών-τριών
  • Η υποστήριξη του οικογενειακού τους περιβάλλοντος
  • Η επιλογή καταρτισμένων προπονητών για εξειδικευμένη και αποτελεσματική καθοδήγηση
  • Ο κατάλληλος σχεδιασμός της αναπτυξιακής πορείας των αθλητών-τριών σύμφωνα με τα διεθνή πρότυπα και η διαρκής αξιολόγηση και αναπροσαρμογή του
  • Η εξασφάλιση των «τέλειων» συνθηκών για την πραγματοποίηση ανάλογης ποιοτικά και ποσοτικά προπόνησης τόσο στα πλαίσια της ομάδας όσο και σε ατομικό επίπεδο (οικονομική και ασφαλιστική κάλυψη, καταρτισμένο προπονητικό επιτελείο)
  • Η παροχή ευκαιριών στους ταλαντούχους αθλητές-τριες κατά τη μετάβασή τους στην ενηλικίωση για συμμετοχή στην προπόνηση και στους αγώνες
  • Η οργάνωση προγράμματος «ανακύκλωσης ταλέντων» με την παροχή επιπλέον ευκαιριών σε όσους επίλεκτους δεν επιτυγχάνουν έγκαιρα το προαπαιτούμενο τεχνικο-τακτικό επίπεδο (talent recycling). Είναι ξεκάθαρο πια ότι η προσέγγιση αυτή ενισχύει σημαντικά τον αριθμό των αθλητών-τριών κορυφαίου επιπέδου (Vaeyens et al., 2009).

 

Σύμφωνα με τα επίσημα στατιστικά της FIVB οι αθλητές-τριες που μετέχουν σε οργανωμένα πρωταθλήματα πετοσφαίρισης και πετοσφαίρισης επί άμμου ξεπερνούν σε παγκόσμιο επίπεδο τα 500 εκατομμύρια (Chesnokov & Matsudaira, 2011). Το επίτευγμα αυτό θα ήταν ανέφικτο δίχως την καθοδήγηση περισσοτέρων από 10 εκατομμύρια προπονητών-τριών οι οποίοι-ες προγραμμάτισαν, διηύθυναν και έλεγξαν έως το πέρας της τη διαδικασία επίτευξης των προκαθορισμένων στόχων σεβόμενοι τις παραδοσιακές μεθόδους και σε αρκετές περιπτώσεις αναπροσαρμόζοντάς τις επί τα βελτίω (Chesnokov & Matsudaira, 2011).

Το επίπεδο της καθοδήγησης είναι μια εκ των παραμέτρων που σε μεγάλο βαθμό καθορίζουν το τελικό αποτέλεσμα με δεδομένο ότι στην αριστεία δεν οδηγεί η «κάθε προπόνηση» αλλά μόνον η «στοχευμένη προπόνηση». Εξάλλου, είναι κοινή παραδοχή ότι «… εάν κάποιος μένει σε μια σπηλιά δεν μπορεί να θεωρηθεί γεωλόγος» (Ericsson et al., 2007). Η επίτευξη της αριστείας προϋποθέτει στοχευμένη και αποτελεσματική καθοδήγηση από προπονητές που ξεχωρίζουν για την ευρεία επαγγελματική τους γνώση που οφείλει να είναι γύρω από

  • την τεχνική και τακτική του αθλήματος που υποστηρίζουν,
  • τις βασικές αθλητικές επιστήμες όπως η αθλητική φυσιολογία, η ψυχολογία, η βιομηχανική αλλά και η παιδαγωγική (Abraham et al., 2006).

 

Ωστόσο, η «επαγγελματική» γνώση από μόνη της δεν αρκεί εφόσον αποτελεσματικός μπορεί να θεωρηθεί ένας προπονητής μόνον εάν έχει την ικανότητα να την εφαρμόσει σε οποιεσδήποτε συνθήκες στο πεδίο, βελτιώνοντας την απόδοση καθενός εκ των αθλητών του και της ομάδας του γενικότερα (Côté & Gilbert, 2009). Η ικανότητα αυτή σε μεγάλο βαθμό εξαρτάται από το βαθμό στο οποίο ο προπονητής είναι σε θέση,

  • να αλληλοεπιδρά με τους αθλητές και τους συνεργάτες του και
  • να αντιμετωπίζει με κριτική σκέψη τις ενέργειές του βρίσκοντας συχνά το κουράγιο να διορθώνει τα λάθη του και να εξελίσσεται.

 

Ειδικότερα σε ότι αφορά το σχεδιασμό και την καθοδήγηση των αθλητών-τριών αναπτυξιακής ηλικίας κρίσιμη παράμετρος για την αποτελεσματικότητα του προπονητή είναι η ικανότητα του να καλλιεργεί τη «χημεία» της ομάδας του οδηγώντας την στην επίτευξη του προκαθορισμένου στόχου με όχημα τη χαρά και την ικανοποίηση των αθλητών-τριών που την απαρτίζουν (Bloom et al., 2008).

Οι όποιες καλές προθέσεις για τη φροντίδα του δένδρου δεν διασφαλίζουν τη βιωσιμότητα του δάσους που κρύβεται πίσω του. Ως εκ τούτου κάθε προσπάθεια που γίνεται με σκοπό την ουσιαστική αναβάθμιση της πετοσφαίρισης δεν μπορεί να τελεσφορήσει βασιζόμενη απλώς σε προθέσεις, ακόμη και αν είναι «καλές». Ιδιαίτερα μάλιστα όταν αυτές οδηγούν σε ρηξικέλευθες αποφάσεις που δεν έχουν μελετηθεί επαρκώς και πολύ περισσότερο δεν τεκμηριώνονται επιστημονικά.

 

Το μονοπάτι για την υγιή ανάπτυξη του αθλήματος περνά μέσα από

  • την οργάνωση της διαδικασίας επιλογής ταλαντούχων αθλητών-τριών σύμφωνα με τα διεθνή πρότυπα,
  • τον κατάλληλο σχεδιασμό της αναπτυξιακής πορείας των αθλητών-τριών, τη διαρκή αξιολόγησή του και την επικοινωνία του μοντέλου που προκύπτει μετά από την όποια αναπροσαρμογή του,
  • την οργάνωση προγράμματος «ανακύκλωσης ταλέντων» με την παροχή επιπλέον ευκαιριών σε όσους επίλεκτους δεν επιτυγχάνουν έγκαιρα το προαπαιτούμενο τεχνικο-τακτικό επίπεδο (talent recycling),
  • την επιλογή εξειδικευμένων και αποτελεσματικών προπονητών για κάθε επίπεδο,
  • την εξασφάλιση ευνοϊκών συνθηκών για την υλοποίηση του προπονητικού έργου,
  • τη θεσμοθετημένη παροχή ευκαιριών στους/στις ταλαντούχους-ες αθλητές-τριες κατά τη μετάβασή τους στην ενηλικίωση.

 

Tα μέλη Δ.Ε.Π. των Σ.Ε.Φ.Α.Α. κατά βαθμίδα και αρχαιότητα

Ελένη Ζέτου Καθηγήτρια Τ.Ε.Φ.Α.Α/Δ.Π.Θ

Σοφία Παπαδοπούλου Καθηγήτρια Σ.Ε.Φ.Α.Α/Α.Π.Θ

Καρολίνα Μπαρζούκα Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Σ.Ε.Φ.Α.Α/Ε.Κ.Π.Α

Γεώργιος Γιάτσης Αναπληρωτής Καθηγητής Σ.Ε.Φ.Α.Α/Α.Π.Θ

Κωνσταντίνος Σωτηρόπουλος Επίκουρος Καθηγητής Σ.Ε.Φ.Α.Α/Ε.Κ.Π.Α

Σωτήριος Δρίκος Επίκουρος Καθηγητής Σ.Ε.Φ.Α.Α/Ε.Κ.Π.Α

Βασίλειος Μανασής, Ε.Ε.Π, Σ.Ε.Φ.Α.Α/Ε.Κ.Π.Α

 

Βιβλιογραφία

Bloom, B. S. (1985). Developing talent in young people. New York: Ballantine.

Janelle CM, Hillman CH. Expert performance in sport: current perspectives and critical

issues. In: Starkes JL, Ericsson KA, eds Expert performance in sports: Advances in research on sport expertise. Champaign, IL: Human Kinetics, 2003: 19–48.

Abraham, A., Collins, D., & Martindale, R. (2006). The coaching schematic: Validation through expert coach consensus. Journal of Sports Sciences, 24(6), 549–564. https://doi.org/10.1080/02640410500189173

Bloom, G. A., Loughead, T. M., & Newin, J. (2008). Team Building for Youth Sport. Journal of Physical Education, Recreation & Dance, 79(9), 44–47. https://doi.org/10.1080/07303084.2008.10598246

Chesnokov, Y., & Matsudaira, Υ. (2011). The Role of the Coach. In F.I.V.B. (pp. 23–28). F.I.V.B. https://www.fivb.com/

Côté, J., & Gilbert, W. (2009). An Integrative Definition of Coaching Effectiveness and Expertise. International Journal of Sports Science & Coaching, 4(3), 307–323. https://doi.org/10.1260/174795409789623892

Ericsson, K. A., Prietula, M. J., & Cokely, E. T. (2007). The making of an expert. Harv Bus Rev, 85(7–8), 114–121. https://doi.org/10.1201/b17434

Gonçalves, C. E. B., Rama, L. M. L., & Figueiredo, A. B. (2012). Talent identification and specialization in sport: An overview of some unanswered questions. International Journal of Sports Physiology and Performance, 7(4), 390–393. https://doi.org/10.1123/ijspp.7.4.390

Moesch, K., Elbe, A. M., Hauge, M. L. T., & Wikman, J. M. (2011). Late specialization: the key to success in centimeters, grams, or seconds (cgs) sports. Scandinavian Journal of Medicine and Science in Sports, 21(6), 282–290. https://doi.org/10.1111/j.1600-0838.2010.01280.x

Vaeyens, R., Güllich, A., Warr, C. R., & Philippaerts, R. (2009). Talent identification and promotion programmes of olympic athletes. Journal of Sports Sciences, 27(13), 1367–1380. https://doi.org/10.1080/02640410903110974

Gullich, A. (2007). Training – Support – Success: Control-related assumptions and empirical findings. Saarbrucken: University of the Saarland.